- υδρολήπτης
- ο потребитель воды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρολήπτης — ο, Ν αυτός που παίρνει νερό από πηγή ή υδραγωγείο, ο υδρευόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. ηχο λήπτης. Η λ., στον λόγιο τ. ὑδρολῆπται, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek
υδροληψία — η, Ν λήψη νερού από πηγή ή υδραγωγείο, ύδρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρολήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek